- μονοτρήματα
- Μοναδική τάξη θηλαστικών χωρίς πλακούντα που αναπαράγονται με ωοτοκία. Στα ζώα αυτά, όπως και στα ερπετά και στα πουλιά, το πεπτικό έντερο και τα ουρογεννητικά όργανα εκβάλλουν σε μία κοινή κύστη, την αμάρα, που έχει ένα μόνο εξωτερικό άνοιγμα (τρήμα)· από αυτό προέρχεται και το όνομα των παράξενων αυτών ζώων. Άλλο χαρακτηριστικό των μ. είναι το ρύγχος σε σχήμα ράμφους που μπορεί να είναι μακρό και κυλινδρικό όπως στην έχιδνα την ακανθώδη ή κοντό και πεπλατυσμένο όπως στον ορνιθόρυγχο. Τα ενήλικα μ. δεν έχουν δόντια· μόνο στους νεαρούς ορνιθόρυγχους υπάρχουν νεογιλή δόντια, που πέφτουν και δεν αντικαθίστανται. Όπως σε όλα τα θηλαστικά, η ωμική ζώνη του σκελετού αποτελείται από δύο ωμοπλάτες και δύο κλειδοκόκαλα· στα μ. όμως στο μπροστινό μέρος του στήθους τα άκρα του κλειδοκόκαλου ενώνονται μ’ ένα κόκαλο σχήματος Τ που λέγεται μεσοκλείδιο· όπως στα πουλιά, τα κλειδοκόκαλα είναι ενισχυμένα από δύο κόκαλα που ονομάζονται κορακοειδή.
Στην μπροστινή παρυφή της λεκάνης υπάρχουν δύο κόκαλα, που περιέχονται στο κοιλιακό μυϊκό σύστημα και είναι, πιθανότατα, λείψανα μαρσιποφόρων οστών, προορισμένων να συγκρατούν έναν ευρύ μάρσιπο όπως του καγκουρώ· στα μ. όμως ο μάρσιπος έχει περιοριστεί σε μια απλή δερμάτινη αναδίπλωση ή – στην έχιδνα την ακανθώδη – σ’ έναν υποτυπώδη μάρσιπο, που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγής. Αυτό μαρτυρεί ότι τα μ. – που δεν υπάρχουν απολιθώματά τους προγενέστερα του τεταρτογενούς – προήρθαν από αρχέγονα μαρσιποφόρα. Τα αρσενικά μ. είναι από τα λίγα θηλαστικά που έχουν ιοβόλα όργανα, τα οποία αποτελούνται από έναν ειδικό μηριαίο αδένα, και από ένα νύχι αιχμηρό και κοίλο στη ζώνη του μεταταρσίου. Τα μ. είναι ωοτόκα: τα σφαιρικά αβγά έχουν μεμβρανώδες κέλυφος, στο μέγεθος περίπου του κερασιού· τα γεννούν και τα επωάζουν είτε σε φωλιά, όπως οι ορνιθόρυγχοι, είτε σε μάρσιπο, όπως η έχιδνα η ακανθώδης· μετά τη γέννηση, τα μικρά, ελάχιστα αναπτυγμένα, τρέφονται με γάλα που ρέει από τους μαστικούς αδένες της κοιλιάς που δεν έχουν θηλές. Τα δάχτυλα έχουν νύχια και, ειδικά στον ορνιθόρυγχο, τα μπροστινά άκρα είναι πεπλατυσμένα για να διευκολύνουν την κολύμβηση. Τα μ. έχουν σωματική θερμοκρασία λιγότερο σταθερή από τα άλλα θηλαστικά· ταλαντεύεται κατά πολλούς βαθμούς σε σχέση με τη θερμοκρασία του περιβάλλοντος: γι’ αυτό τα ζώα αυτά είναι ενδιάμεσα μεταξύ των ομοιοθέρμων και ετεροθέρμων ζώων. Τα μ. διαιρούνται σε δύο οικογένειες: τους ορνιθορυγχίδες, με μόνο είδος τον ornithorhynchus anatinus (κεντροανατολική Αυστραλία και Τασμανία), και τους εχιδνίδες (ταχυγλωσσίδες) με τα γένη echidna (Αυστραλία και Τασμανία) και zaglossus (Νέα Γουινέα).
Ο ορνιθόρυγχος (ornithorynchus anatinus), το πιο χαρακτηριστικό από τα μονοτρήματα, ζει στην κεντροανατολική Αυστραλία και Τασμανία.
* * *ταζωολ. τάξη πρωτόγονων ωοτόκων θηλαστικών, τα οποία έχουν ένα μόνο τρήμα, μία οπή, δηλ. μια ευρεία αμάρα στην οποία καταλήγουν τόσο η ουρογεννητική οδός όσο και ο πεπτικός σωλήνας και τών οποίων κύριος εκπρόσωπος είναι ο ορνιθόρρυγχος.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. monotremata (< μον[ο]-* + τρήμα «οπή, άνοιγμα»)].
Dictionary of Greek. 2013.